- σαπρός
- -ή, -ό / σαπρός, -ά, -όν, ΝΜΑ1. αυτός που έχει υποστεί αποσύνθεση, σήψη, σάπιος (α. «σαπρά μήλα» β. «σαπραὶ ἐλαῑαι», Θεόφρ.)2. (για πρόσ.) εξασθενημένος, εξαντλημένος σωματικά («γέρων ὤν καὶ σαπρός», Αριστοφ.)νεοελλ.μτφ. ηθικά αποσυντεθειμένος, διεφθαρμένος, εξαχρειωμένος («σαπρά ήθη»)μσν.πιθ. επικίνδυνος («ποταμὸς δύσβατος... καὶ ῥύακες σαπροί», Θεοφ. Χρον.)αρχ.1. (για ψάρι) αυτός που έμεινε για πολύ καιρό στο αλάτι και αλλοιώθηκε, ταγκός2. (για τους πνεύμονες) ασθενικός, άρρωστος3. (για οστά) προσβεβλημένος από φθοροποιό νόσο4. (γενικά) πεπαλαιωμένος («ἀρχαῑον ἤδη προσαγορεύειν καὶ σαπρόν», Αριστοφ.)5. (για ένδυμα) πολύ φθαρμένος, ξεσχισμένος, κουρελιασμένος6. (για αύληση ή άσμα) κακόηχος7. α) (για κρασί) παλιό, γινωμένο («τρὺξ παλαιὰ καὶ σαπρά», Αριστοφ.)8. μτφ. (για πρόσ., για λόγια, πράξεις ή καταστάσεις) κακός ή ελαττωματικός (α. «ὡς σαπρὸς καὶ κίβδηλος ὁ λέγων», Μ. Αυρ.β. «τὴν σαπρὰν εἰμαρμένην», πάπ.γ. «πᾱς λόγος σαπρὸς ἐκ τοῡ στόματος ὑμῶν μὴ ἐκπορευέσθω», ΚΔ)9. φρ. «εἰρήνη σαπρά»(στον Αριστοφ.) κωμική, ρητορική έκφραση που λεγόταν παρά προσδοκίαν, δηλαδή αντί τού ορθού λαμπρά.επίρρ...σαπρῶς Αμτφ.1. με τρόπο σαπρό, βρομερό («σαπρῶς λούει τὰ βαλανεῑα», Αρρ.)2. με τρόπο ασθενικό, με κόπο, με δυσκολία («ὅτι σαπρῶς περιπατῶ», πάπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σαπ- τού σήπομαι (πρβλ. παθ. αόρ. β' ἐ-σάπ-ην) + επίθημα -ρός (πρβλ. λεπ-ρός, σαθ-ρός)].
Dictionary of Greek. 2013.